- λόχιος
- -α, -ο (Α λόχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ίη) [λόχος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχιατα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχείααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λοχία ή ἡ λοχίηη λεχώνα3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχίαπροσωνυμία τής Αρτέμιδος4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ο τοκετός, η γέννα5. (κατά τον Ησύχ.) «μαῑα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».
Dictionary of Greek. 2013.